- ἐκλεικτόν
- ἐκλεικτόνneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εκλεικτόν — ἐκλεικτόν, το (AM) έκλειγμα … Dictionary of Greek
ἐκλεικτοῖς — ἐκλεικτόν neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκλεικτοῖσι — ἐκλεικτόν neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκλεικτοῖσιν — ἐκλεικτόν neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκλεικτοῦ — ἐκλεικτόν neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκλεικτά — ἐκλεικτόν neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκλεικτῷ — ἐκλεικτόν neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)